- ἐπίπνοος
- ἐπίπνοος, ον, [var] contr. [suff] ἐπί-πνους, ουν,A breathed upon, Poll.5.110.2. inspired,
παρά τινος Pl.Cra.428c
;ἐ. καὶ κατεχομένους ἐκ τοῦ θεοῦ Id.Men.99d
;ἐ. ἐκ τούτου τοῦ ἔρωτος Id.Smp.181c
;σὺν τῷ ῥυθμῷ Ael.NA 11.10
;ἐ. καὶ φοιβόληπτος Plu.Pomp.48
. Adv.-πνως Poll.1.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.